διατίμηση — η καθορισμός της τιμής προϊόντων από ειδική υπηρεσία: Ορισμένα τρόφιμα υπόκεινται σε διατίμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατιμώ — (AM διατιμῶ, άω) [τιμώ] ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος νεοελλ. 1. επιβάλλω διατίμηση 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, η, ο α) εκείνος τού οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση αρχ. 1 … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αδιατίμητος — η, ο [διατιμώ] αυτός για τον οποίο δεν έχει καθοριστεί διατίμηση, δηλαδή ορισμένη ανώτατη τιμή που επιβάλλεται από την Αγορανομία («αδιατίμητα είδη») … Dictionary of Greek
διατιμητικός — ή, ό (Μ διατιμητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση 2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος μσν. δοκιμαστικός … Dictionary of Greek
κήνσος — κῆνσος, ου, ὁ (ΑΜ) 1. απογραφή και διατίμηση κτημάτων προκειμένου να επιβληθεί ανάλογη φορολογία 2. ο φόρος που οριζόταν κατά κεφαλήν, ο κεφαλικός φόρος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος νομίσματος επικεφάλαιον» νόμισμα αξίας ενός δηναρίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
οψονόμος — ὀψονόμος, ὁ (ΑΜ) άτομο που επιστατεί τη διατίμηση τών ψαριών και γενικά τών τροφίμων, αγορανόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + νόμος*] … Dictionary of Greek
τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek
ταξατίων — ωνος, ἡ, Μ φορολογικός καθορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxatio, iōnis «τίμημα, τιμή, διατίμηση»] … Dictionary of Greek